- εξοστρακίζομαι
- (Α ἐποστρακίζω)νεοελλ.(για βλήματα) προσκρούω κάπου και αναπηδώ αλλάζοντας διεύθυνσηαρχ.ρίχνω όστρακα ή βότσαλα στην επιφάνεια τής θάλασσας ώστε να αναπηδούν, «κάνω πιατάκια, παξιμαδάκια».[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οστρακίζω (< όστρακο)].
Dictionary of Greek. 2013.